Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἕλληνες ἀπ

См. также в других словарях:

  • Έλληνες — Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή… …   Dictionary of Greek

  • Ἕλληνες — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эллины — ( Έλληνες). Впервые с именем эллинов небольшого племени, жившего в южной Фессалии в долине Энипея, Апидана и др. притоков Пенея, мы встречаемся у Гомера (Ил. II, 683, 684): Э., вместе с ахеянами и мирмидонянами, упоминаются здесь как подданные… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αντιρρησίες συνείδησης — Έλληνες πολίτες που έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης, λόγω θρησκευτικών αντιλήψεων ή άλλων πεποιθήσεων, για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής θητείας. Το άρθρο 4 παρ. 6 του Συντάγματος υποχρεώνει κάθε Έλληνα, εφόσον μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Βαλλαχάδες ή Βαλλαάδες — Έλληνες μουσουλμάνοι της ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι ζούσαν στην Ανασελίτσα και στα γύρω χωριά, ανάμεσα στη Σιάτιστα, την Καστοριά και τα Γρεβενά. Ιστορικά, η παρουσία τους αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πουκεβίλ, στο έργο του Ταξίδι στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Греческая рота им. Ригаса Фереоса — Рота Ригас Фереос Годы существования декабрь 1936 5 октября 1938 Страна …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»